- ἐμβαίνοντος
- входящего
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐμβαίνοντος — ἐμβαίνω step in pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)